μυροβόστρυχος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον, = foreg., AP5.146 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 221] mit gesalbten, duftenden Locken, Mel. 105 (V, 147), wo v. l. μυρόβοτρυς.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων βοστρύχους μεμυρωμένους, Ἀνθ. Π. 5. 147.

Greek Monolingual

μυροβόστρυχος, -ον (Α)
μυροβοστρυχόεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»].