μιαντήριον
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek (Liddell-Scott)
μιαντήριον: τό, μίασμα, Χειρογρ. ἐν Lambec. Bill. Caes. τ. 8. σ. 207.
Greek Monolingual
μιαντήριον, τὸ (Μ)
μίασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαίνω + επίθημα -τήριον μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαντήρ].