παραψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἡσύχως, εἰ ὅλως παρεψιθυρίσθη, ὅτι ..· καὶ -ψιθυρισμός, οῦ, ὁ, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 101Β.
Μψιθυρίζω ήσυχα προσπαθώντας να διατυπώσω έμμεσα ή παραπειστικά κάτι.