[ῠ], τό,
A long-necked cup, Luc.Lex.7.
[Seite 541] τό, ein langhalsiger Pokal, Luc. Lexiph. 7.
δειροκύπελλον: τό, ποτήριον μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
ου (τό) :vase à long col.Étymologie: δειρή, κύπελλον.