λευκόσαρκος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A with white flesh, Xenocr. ap. Orib.2.58.44, Epaenet. ap. Ath.7.312b.

German (Pape)

[Seite 35] von weißem Fleisch, bei Ath. VII, 312 b.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόσαρκος: -ον, ἔχων λευκὴν σάρκα, Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. 38, Ἀθήν. 312Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λευκή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) + -σαρκος (< σάρξ, -αρκός)].