στερνοσώματος

Revision as of 22:53, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A v. στερροσώματος.

German (Pape)

[Seite 938] λοπάδος κύτος, Xenarch. bei Ath. II, 64 a, = κύτος στέρνου, von der Schüssel (Mein. vergleicht στερνοῦχος γῆ). wo man aber σ τεῤῥοσώματος ändern will.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοσώμᾰτος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. στερροσώματος.