ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
λαμπρόφθογγος: -ον, ὁ λαμπρᾷ φωνῇ φθεγγόμενος, λ. κήρυξ Θ. Πρόδρ. σ. 129.
λαμπρόφθογγος, -ον (Μ)(για κήρυκα) αυτός που έχει δυνατή φωνή.