ἀτονόω
English (LSJ)
A weaken, Aq. Ps.68(69).24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτονόω: καθιστῶ τι ἄτονον, Ἀκύλας Ψαλμ. ξη΄, 24.
Spanish (DGE)
debilitar τοὺς νώτους αὐτῶν ... ἀτόνωσον Aq.Ps.68.24.
A weaken, Aq. Ps.68(69).24.
ἀτονόω: καθιστῶ τι ἄτονον, Ἀκύλας Ψαλμ. ξη΄, 24.
debilitar τοὺς νώτους αὐτῶν ... ἀτόνωσον Aq.Ps.68.24.