ἀγκρεμάννυμι
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκρεμάννυμι: ἄγκρισις, ἀγκροτέω, ἀγκρούομαι· ποιητητικὰ ἀντὶ ἀνακρεμάννυμι κτλ.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνακρεμάννυμι.
ἀγκρεμάννυμι: ἄγκρισις, ἀγκροτέω, ἀγκρούομαι· ποιητητικὰ ἀντὶ ἀνακρεμάννυμι κτλ.
poét. c. ἀνακρεμάννυμι.