δογματικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for doctrines, didactic, [διάλογοι] Quint.Inst.2.15.26. II of persons, δ. ἰατροί physicians who go by general principles, opp. ἐμπειρικοί and μεθοδικοί, Dsc.Ther.Praef., Gal.1.65; in Philosophy, S.E.M.7.1, D.L.9.70, etc.; δ. ὑπολήψεις Id.9.83; δ. φιλοσοφία S.E. P.1.4. Adv. -κῶς D.L.9.74, S.E.P.1.197: Comp. -κώτερον Id.M. 6.4.
German (Pape)
[Seite 651] der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im Ggstz des ἐμπειρικός; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
δογματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς γνώμας, διδακτικός, διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dogmatique, càd qui se fonde sur des principes.
Étymologie: δόγμα.