φοβήτωρ
Greek (Liddell-Scott)
φοβήτωρ: ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Μ
αυτός που προξενεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτή-τωρ, φρουρή-τωρ)].
φοβήτωρ: ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.
-ορος, ὁ, Μ
αυτός που προξενεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτή-τωρ, φρουρή-τωρ)].