ατος, τό, a festival
A at which wine was offered, Ephor. 80 J., Plu.Phoc.6, Polyaen.3.11.2.
οἰνοχόημα: τό, ἑορτή, καθ’ ἣν προσεφέρετο οἶνος, Πλουτ. Φωκ. 6.
ατος (τό) :distribution du vin.Étymologie: οἰνοχοέω.