Dor. for ἐνέπεσες, aor. 2 of ἐμπίπτω, Pi.P.8.81.
ἔμπετες: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐνέπεσες, ἀόρ. β΄ τοῦ ἐμπίπτω.
v. ἐμπίπτω.