ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
παληός: Βοιωτ. = παλαιός, Ἐτυμ. Μέγ. 35, 7.
παληός, -ά, -όν (Α)βλ. παλαιός.