καμηλάριος
English (LSJ)
ὁ,
A camel-driver, PLond.5.1796.15 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
καμηλάριος: ὁ, = τῷ ἐπομ., Παλλαδ. Λαυσ. 1100D, Ἰω.. Mόσχ. 2968B, Δωρόθ. 1741C.
ὁ,
A camel-driver, PLond.5.1796.15 (vi A.D.).
καμηλάριος: ὁ, = τῷ ἐπομ., Παλλαδ. Λαυσ. 1100D, Ἰω.. Mόσχ. 2968B, Δωρόθ. 1741C.