ἀκτινώδης
English (LSJ)
ες,
A like rays, Philostr.V A3.46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνώδης: -ες, ὅμοιος ἀκτῖσι, Φιλόστρ. 133. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.
ες,
A like rays, Philostr.V A3.46.
ἀκτῑνώδης: -ες, ὅμοιος ἀκτῖσι, Φιλόστρ. 133. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.