συρικτήρ

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

German (Pape)

[Seite 1040] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Leon. Tar. 1 (V, 206).

Greek (Liddell-Scott)

σῡρικτήρ: συρικτής, ἴδε ἐν λ. συριστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (< σῦριγξ, σύριγγος) + επίθημα -τήρ (πρβλ. σφιγκ-τήρ)].