καρβάτιναι

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek (Liddell-Scott)

καρβάτιναι: -αἱ, ὑποδήματα ἐξ ἀκατεργάστου ἢ νεοδάρτου δέρματος, ἰδίως βοός, «τσαρούχια», Ξεν. Ἀν. 4. 5. 14, Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27 - τὰ crepiade carbatinae τοῦ Κατούλλου 98. 4. - Παρ' Ἡσυχ. δὲ καὶ καρπάτινον, τό, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον», ὁ δὲ Πολυδ. Ζ΄, 88 ἔχει: «καρβατίνη, ἀγροικικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν».

Greek Monotonic

καρβάτιναι: αἱ, υποδήματα, παπούτσια από ακατέργαστο δέρμα, τσαρούχια, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).