κατεξενωμένος

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

κατεξενωμένος: ἴδε καταξενόω.

Greek Monotonic

κατεξενωμένος: Παθ. μτχ. παρακ. του κατα-ξενόω.