πάσσαξ
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, Megar. form of πάσσαλος, Ar.Ach.763.
German (Pape)
[Seite 532] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von πάσσαλος, Ar. Ach. 763; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ πάσσαλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. πάσσαλος.