ἀπελεγμός
English (LSJ)
ὁ,
A refutation, exposure, Act.Ap.19.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελεγμός: ὁ, τὸ ἀπελέγχεσθαι, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 27.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
réfutation.
Étymologie: ἀπελέγχω.
ὁ,
A refutation, exposure, Act.Ap.19.27.
ἀπελεγμός: ὁ, τὸ ἀπελέγχεσθαι, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 27.
οῦ (ὁ) :
réfutation.
Étymologie: ἀπελέγχω.