Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
νικοδέσποτος: ὁ θεός, ὁ τῆς νίκης δεσπότης, Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi.
νικοδέσποτος, -ον (Μ)
αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + δεσπότης (πρβλ. φιλο-δέσποτος)].