διεκθρῴσκω

Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Greek (Liddell-Scott)

διεκθρῴσκω: ἀπαρ. ἀορ. -θορέειν, πηδῶ διὰ μέσου, διεκπηδῶ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 674.

Spanish (DGE)

precipitarse hacia afuera, escapar διεκθορέειν μεμαῶτες Opp.H.4.674, c. gen. ἄφνω δέ που διεκθρῴσκουσα τοῦ σκότους Clem.Al.Prot.2.25.3, cf. Meth.Symp.6.3.