καταδαπάνη

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ἡ,

   A absorption, drying up, τῆς ὑγρᾶς τροφῆς Alex.Aphr.Pr.2.75.

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, Aufwand, Verwendung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταδᾰπάνη: ἡ, μεγάλη δαπάνη, σπατάλη, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 75.

Greek Monolingual

καταδαπάνη, ἡ (Α)
μεγάλη δαπάνη, σπατάλη.