ἐμπληξία

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ,

   A amazement: hence, stupidity, Aeschin.3.214, Aristid. 1.413,427 J., Gal.8.690; ἐ. ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4.4.    2 πολιτείας ἐ. capriciousness of policy, Aeschin.2.164.    3 frantic energy, Plu.2.56c.

German (Pape)

[Seite 814] ἡ, Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληξία: ἡ, θάμβος, ἔκπληξις, Λατ. stupor: ἐντεῦθεν, ἠλιθιότης, ἀφροσύνη, μωρία, Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας ἐμπληξία, ἄλογος ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς πολιτεία, μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 stupidité ; démence;
2 instabilité, inconstance.
Étymologie: ἔμπληκτος.