ἡσυχία, ἤτοι εὐφημία (Dor.), EM392.5 (i.e. εὐκᾱλία,
A = ἡσυχία, and εὐκᾱμία (fr. κημός), = εὐφιμία, cf. Hsch. s.v. εὐκαλεία, εὐκληρία).