Dor. for βοηθόος (q. v.); name of a Delphic month, SIG 672.78.
βοαθόος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ βοηθόος, Πίνδ., ὄνομα Δελφικοῦ τινος μηνός, Ἀνέκδ. Δελφ. 16. 19, 26.
βοᾱθόος: дор. = βοηθόος.