κυνηγεσία

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ, later form for sq. 11, D.L.6.31; = Lat.

   A venatio, κ. ἐπετέλεσεν CIG2719 (Stratonicea):—Dor. κυνᾱγ- AP7.338, 6.183 (Zos.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγεσία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. κυνήγιον), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chasse avec des chiens.
Étymologie: κυνηγετέω.