ές,
A just born or made, Nic.Al.357, Ael.NA4.34, Sor.1.87.
[Seite 361] ές, jüngst geboren, entstanden, Nic. Al. 355; Ael. N. A. 4, 34.
ἀρτιγενής: -ές, ὁ μόλις γεννηθεὶς ἢ ποιηθείς, Νικ. Ἁλ. 357, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34.
ής, ές :nouveau-né.Étymologie: ἄρτι, γένος.