ἀκαθαρτοφαγία

Revision as of 13:01, 18 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαθαρτοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἀκάθαρτα, Ἀρέθ. εἰς Ἀποκάλ. Β΄, 15.

Greek Monolingual

η (Μ ἀκαθαρτοφαγία)
νεοελλ.
το να τρώει κανείς ακάθαρτες ουσίες
μσν.
το να τρώει κανείς τροφές που θεωρούνται ακάθαρτες, για τις οποίες υπάρχει θρησκευτική απαγόρευση.