μειρακοειδής
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek (Liddell-Scott)
μειρακοειδής: -ές, ὅμοιος μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
Greek Monolingual
μειρακοειδής, -ές (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική ηλικία.