σινάπινος

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

η, ον,

   A of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνάπῐνος: [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από σπόρους σιναπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλι-ινος)].