νεφομήκης

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

νεφομήκης: -ες, φθάνων μέχρι τῶν νεφῶν, Καισάρ. 1004.

Greek Monolingual

νεφομήκης, -ες (Α)
αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, του οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο-μήκης].