ἐριλαμπέτις
English (LSJ)
ἡ, pecul. fem. of sq., Max.103.
German (Pape)
[Seite 1029] αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριλαμπέτις: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102.
Greek Monolingual
ἐριλαμπέτις, ἡ (Α)
μτγν. ανώμαλο θηλυκό του ἐριλαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -λαμπέτις (< λάμπω)].