τανταλεία
English (LSJ)
ἡ,
A v. ταλαντεία.
German (Pape)
[Seite 1067] ἡ, das Aufhängen in der Schwebe, Erhalten, s. ταλαντεία.
Greek (Liddell-Scott)
ταντᾰλεία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἀντὶ ταλαντεία, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. ταλαντεία.