τανταλεία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. ταλαντεία.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, das Aufhängen in der Schwebe, Erhalten, s. ταλαντεία.

Greek (Liddell-Scott)

ταντᾰλεία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἀντὶ ταλαντεία, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. ταλαντεία.