μορφώτρια
English (LSJ)
ἡ, fem. as if from *μορφωτήρ, συῶν μ.
A changing men into swine, E.Tr.437.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, (fem. zu μορφωτήρ), Bildnerinn; συῶν, Eur. Troad. 437.
Greek (Liddell-Scott)
μορφώτρια: ἡ, θηλ. ὡς ἐξ ἀρσ. μορφωτήρ, ἡ συῶν φορφώτρια Κίρκη, ἡ μεταμορφοῦσα τοὺς ἄνδρας εἰς χοίρους Κίρκη, Εὐρ. Τρῳ. 437.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui donne une forme.
Étymologie: μορφόω.