κάρτιστος
English (LSJ)
η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ,
A = κερτ-, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.
French (Bailly abrégé)
v. κράτιστος.
η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ,
A = κερτ-, Hsch.
[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.
κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.
v. κράτιστος.