ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
κρημνιστός: -ή, -όν, κρημνισθείς, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 237.
κρημνιστός, -ή, -όν (Α) κρημνίζωγκρεμισμένος.