Θερσίτης: ῑ, ου, ὁ, δηλ. ὁ αὐθάδης (θέρσος ἀναφέρεται ὡς Αἰολ. ἀντὶ θάρσος ἐν Α. Β. 1190, Ἐτυμολ. Μ. 447), Ὅμ. Ἰλ. Β. 212, 271.
ου (ὁ) :Thersite.