Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
πρινόκαρπος: ὁ, ὁ καρπὸς τῆς πρίνου, Κ. Μανασσ. Χρον. 6128· οὕτω, πρῖνον, τό, Γαλην. τ. 6, σ. 357Ε.
ο, ΝΜ ο καρπός του πουρναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + καρπός].