ὁλοδάκτυλος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον, (δάκτυλος III)

   A wholly dactylic, Eust.836.17.

German (Pape)

[Seite 325] ganz dactylisch, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοδάκτῠλος: -ον, (δάκτυλος IV) ἅπας ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.

Greek Monolingual

ὁλοδάκτυλος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + δάκτυλος.