τετράζευκτος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on τέτρωρον, Eust.573.27.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, Philem. lex. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

τετράζευκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φιλήμ. Λεξ. Τεχνολογ. 318.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
τετράζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ζευκτός (< ζεύγνυμι)].