δαφνόκομος
English (LSJ)
ον,
A bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.
German (Pape)
[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.