ἁλίξαντος

Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

German (Pape)

[Seite 97] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber μόρος Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίξαντος: -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. μόρος θάνατος, ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως αὐτόθι 7. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poli par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ξαίνω.