τρισκατάρατος
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois digne d’être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.