τρισκατάρατος

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d’être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.