βρεφουργέω: ποιῶ βρέφος, παιδοποιῶ, Ἐκκλ.· ‒ παθ. βρεφουργοῦμαι, Ἀθαν. 2, 417.
engendrar, concebir en v. pas. γυμνὸς βρεφουργεῖται de Cristo, Ath.Al.M.28.976C•fig. αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν ... πίστιν βρεφουργήσασά σε παλαιὰ νομοθεσία Procop.Gaz.M.87.1456C.