στῆρ

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

   A v. στέαρ. στῆρα· τὰ λίθινα πρόθυρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 942] τό, gen. στητός, zsgzgn statt στέαρ, Talg.

Greek (Liddell-Scott)

στῆρ: συνῃρ. ἀντὶ τοῦ στέαρ, ὡς κῆρ ἀντὶ κέαρ.

Greek Monolingual

-ητός, Α
βλ. στέαρ.