ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
σπίλον: τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.
τὸ, Αστον πληθ. τά σπίλα1. έντερα2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].