σπίλον

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

σπίλον: τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. τά σπίλα
1. έντερα
2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].