ἐξάμβλωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A abortion, Artem.1.51 (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] τό, die Fehlgeburt, Artem. 1, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάμβλωμα: τό, τὸ προώρως γεννηθέν, ἔκτρωμα, Ἀρτεμίδ. 1. 51, ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
aborto ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.