βυρσοτενής

Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

ές,

   A = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel.1347 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 468] ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοτενής: -ές, = βυρσότονος, τύμπανα Εὐρ. Ἑλ. 1347.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu de peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, τείνω.

Spanish (DGE)

-ές de piel tensa τύπανα E.Hel.1347.